- τροφίμους
- τρόφιμοςnourishingmasc acc plτρόφιμοςnourishingmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
питомикъ — ПИТОМИК|Ъ (4*), А с. 1.Воспитанник, питомец: словомь же чтѹще б҃а. дѣломь же беществѹюще мниси въ причетъ ѹчинѧѥми. послѣдують же имъ. ѥлици же сѹть въ своѥи простоти ходѧщеи. питоми||ци. же цр҃квнии. сщ҃ньна˫а ѹбо почитають правила повелѣна же в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
пищьникъ — ПИЩЬНИК|Ъ (1*), А с. Окормитель, руководитель (Церкви): и бы(с) вечеръ и бы(с) ѡутро д҃нь единъ. и единъ въ правду. i iстину осморица прообразу˫а. неве(ч)рнии д҃нь. бесконечнаго оного вѣка х(о)тѧщаго быти. тѣм же ѹстра˫ающи црк(в)и сво˫а пищьникы … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άσυλο — Στο νεότερο δίκαιο ά. ονομάζεται η προστασία που παρέχει το κράτος στους ξένους που εισέρχονται στα όρια του εδάφους του για να αποφύγουν τη δικαιοσύνη ή το πολιτικό καθεστώς της πατρίδας τους. Το δικαίωμα ενός κράτους να έχει ά. μέσα στο έδαφός… … Dictionary of Greek
φιλότροφος — ον, Α 1. αυτός που τού αρέσει να περιποιείται τους τροφίμους («φιλότροφε χαῑρε Ἑλένη Τιμοκλείδου», επιγρ.) 2. αυτός που τού αρέσει να εκτρέφει ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τροφος (< τρέφω), πρβλ. εὔ τροφος] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φωτογραφία — ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ Από την εποχή της ανακάλυψής της το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, η φωτογραφική τεχνική γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό από τους καλλιτέχνες της εποχής, οι οποίοι βρίσκουν στη νέα αυτή τεχνική ένα μέσο για να απεικονίσουν με ακόμη μεγαλύτερη … Dictionary of Greek
Καλυβιανής, μονή — Γυναικείο μοναστήρι του νομού Ηρακλείου, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως. Ιδρύθηκε το 1968. Στον περίβολο του μοναστηριού υπάρχει και η παλαιότερη εκκλησία, Παναγία η Καλυβιανή, η οποία έχει χτιστεί στα τέλη του 19ου … Dictionary of Greek